αβύζωτος

αβύζωτος
-η, -ο [βυζώνω]
(για νεαρές κοπέλες) αυτή, που τα στήθη της δεν αναπτύχθηκαν ακόμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβύζωτος — η, ο που δεν έχει ανεπτυγμένους ακόμη τους μαστούς, τα βυζιά: Ήταν ακόμη κορίτσι αβύζωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”